|
анат. затылочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово затылочный? — ινιακός как с (ново)греческого переводится слово ινιακός? — затылочный — κλαρίνο — γλινιασμένος — τρίπρακτος — μαϊντανόσουπα — σκοίνο — έξυπνα — διαστολέας — αλήτης — γαλάζος — δύναμη — απομάζωμα — αργοσβήνω — πυελοσκόπηση — αφιλήδονος — φατνικός — μετουσιούμαι — ανέλικτος — κάζο — φοίνιξ — διορθωτήρας — θύμηση |
|||