|
феминистский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово феминистский? — φεμινιστικός как с (ново)греческого переводится слово φεμινιστικός? — феминистский — ενόργανος — ανορθωμένος — αντιπολεμώ — χωριατεύω — ανεγνωρισμένως — στιγμιαίος — ακαιγος — άγλωσσος — ηκροασάμην — λιθόσφαιρα — σαπουνόχορτο — αναρμόδιο — αυτοδιοικούμαι — νιτρόφιλος — μόλις — απρόοπτα — κρυσταλλικός — πεντάδα — γαλακτούχος — χαμόσπιτο — φωνώ |
|||