φεμινιστικός

формы словаβ
φεμινιστικός
феминистский



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово феминистский? — φεμινιστικός
как с (ново)греческого переводится слово φεμινιστικός? — феминистский


ενόργανοςανορθωμένοςαντιπολεμώχωριατεύωανεγνωρισμένωςστιγμιαίοςακαιγοςάγλωσσοςηκροασάμηνλιθόσφαιρασαπουνόχορτοαναρμόδιοαυτοδιοικούμαινιτρόφιλοςμόλιςαπρόοπτακρυσταλλικόςπεντάδαγαλακτούχοςχαμόσπιτοφωνώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit