|
плавать (о лёгких предметах, крошках и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавать? — εναιωρούμαι как с (ново)греческого переводится слово εναιωρούμαι? — плавать — αρσενικούχος — τροχάω — δυσμορφία — κοσμοναύτης — ξυλέμπορας — χιλιογραμμόμετρο — ψωμότυρο — αγροίκος — προμελετώ — χύλωση — καρμίρισσα — ραδιοφωνικός — ρέγομαι — σπιθηρίζω — δανιστί — μεταβατικά — αθωώνω — Αμμώνειο — φορβάς — κανναβέλαιο — εσχάρα |
|||