|
τα отруби; высевки; === αυτός τρώει ~ — [phrase]он (безмозглый) осёл[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отруби? — πίτουρα как на (ново)греческом будет слово высевки? — πίτουρα как с (ново)греческого переводится слово πίτουρα? — отруби, высевки — δίτοννος — αμυλάλευρο — ξενιτευμός — ροπαλοφόρος — περισσεύω — σχηματικότητα — κλωστικός — ηλεκτροτυπία — μίξη — ευλαβικά — μονιάζω — καταδρομικό — χωρισμός — βλακικος — διολίσθηση — είνε — εβραιοπούλα — ψυχογραφία — τυραννία — γιαλαντζί — ζούρα |
|||