Новогреческий словарь
τσιμουδιά
τσιμουδιά
η :
~! — [phrase]ни слова![/phrase]
;
~ δέν ακούεται — мёртвая тишина
;
δέν βγάζω ~ — ничего не говорить, не проронить ни слова
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιμουδιά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διαμαρτυρόμενος
—
ντόμπρα
—
χασμουριάρης
—
ζενιθιακός
—
λαμπτήρας
—
στομαχοσκοπικός
—
ίσκιος
—
στακτός
—
ενεργός
—
εφεσίβλητος
—
ατομικισμός
—
δωδεκαήμερος
—
ήττα
—
καταστροφή
—
συναπτός
—
μεταξύλημα
—
ισάζω
—
επιφανής
—
αχταρμάς
—
θωράκιο
—
χεράκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,