|
ο 1) мин. тальк; 2) бот. молочай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тальк? — γαλακτίτης как на (ново)греческом будет слово молочай? — γαλακτίτης как с (ново)греческого переводится слово γαλακτίτης? — тальк, молочай — συνάρχω — νέο — χτικιάρικος — γναφαλώδης — χωροφυλακή — ιεροδιδασκαλείο — παρατείνω — διδαχή — ροκέ — στηθοσκοπικός — αναλύομαι — εγχειρητής — μεθερμηνεύω — υπερμοιρία — ερυθρόδερμοι — μεταλλωρύχος — χαρτοπωλείο — μπήξιμο — ανταποδοτικά — αμοίραγος — περάτωση |
|||