ανακαινιστ|ής

формы словаβ
ανακαινιστ|ής
ο 1) реставратор;
2) реформатор



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово реставратор? — ανακαινιστής
как на (ново)греческом будет слово реформатор? — ανακαινιστής
как с (ново)греческого переводится слово ανακαινιστής? — реставратор, реформатор


αζαχάριαστοςγουλίαγρανάπαυσηαπλοποιούμαιλιοτριβειόχιονοστρόβιλοςαναμεσίςυγρόληκτοςαλλοπαρμένοςχλωροπικρίνησύγχροναλοφιοφόροςαρέγγααρμενιακόςκρυφομουρμούρισμακοντοφθαλμίαχνωτίζωσταβέντοαντωνυμίαξεσκονόπανοπαραβαραίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit