|
ο 1) реставратор; 2) реформатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реставратор? — ανακαινιστής как на (ново)греческом будет слово реформатор? — ανακαινιστής как с (ново)греческого переводится слово ανακαινιστής? — реставратор, реформатор — αζαχάριαστος — γουλί — αγρανάπαυση — απλοποιούμαι — λιοτριβειό — χιονοστρόβιλος — αναμεσίς — υγρόληκτος — αλλοπαρμένος — χλωροπικρίνη — σύγχρονα — λοφιοφόρος — αρέγγα — αρμενιακός — κρυφομουρμούρισμα — κοντοφθαλμία — χνωτίζω — σταβέντο — αντωνυμία — ξεσκονόπανο — παραβαραίνω |
|||