|
το фаз. омметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омметр? — αγωγιμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово αγωγιμόμετρο? — омметр — ευποίητος — αντικομμουνισμός — βιβλιοκριτικός — ξενύχιασμα — εξαναγκασμένος — λεβίθα — σώσμα — πλοϊμότης — νεοφασισμός — ελαιόχρωμα — τρίχρους — νεκρολογία — χάνω — πεντάγραμμο — κατασκηνώτρια — υμενικός — αλαφρόστρατος — αγρίως — διακοσιετηρίδα — χρυσοκέφαλος — πλέκτρια |
|||