|
το 1. стандарт; 2. стандартный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стандарт? — στάνταρ как на (ново)греческом будет слово стандартный? — στάνταρ как с (ново)греческого переводится слово στάνταρ? — стандарт, стандартный — ανθορροώ — εξοπλιστής — σελιδαρίθμηση — γκριζάρω — ετεροταξία — μεθυστικά — χορτοθεριστικός — ταμπάνι — υγραντικός — εξακοσιάκις — καρπεύω — σαρανταποδαρούσα — αποθαρρεύομαι — σκουτεράκι — δυναμογόνος — ατόφια — πατριάρχης — γεώτρηση — δυσφορώ — κουβούσι — κρασοκατάνυξη |
|||