Новогреческий словарь
γαλλόπουλο
γαλλόπουλο
το
индюшонок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
индюшонок
? —
γαλλόπουλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλλόπουλο
? — индюшонок
#
(ново)греческий словарь
—
λύκος
—
πετροβολώ
—
τουλίπη
—
βουτυροκόμος
—
μεσοδρομής
—
σκανδάλη
—
δίτοννος
—
μπάζει
—
εκπόρθηση
—
καυχησιολογώ
—
μπορεσάμενος
—
γλύκας
—
απρονόητος
—
βαρετός
—
γελοιογραφούμαι
—
ακαβάλλιστος
—
εκκαθάριση
—
σώφρων
—
ασφύριχτος
—
βοηθούμαι
—
κουβέντα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,