|
1) плачущий; ~α μάτια — весь в слезах, с заплаканными глазами; 2) оплаканный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плачущий? — κλαυτός как на (ново)греческом будет слово оплаканный? — κλαυτός как с (ново)греческого переводится слово κλαυτός? — плачущий, оплаканный — οστρακοειδή — καταπόνηση — καμπάνισμα — εκδοροσφαγέας — ανεμοστοιβή — απομακρυσμένος — λούνω — ακλουθώ — λεηλάτηση — συναγωνισμός — σαποονόφουσκα — διαστημόμετρο — δραχμοβίωτος — αλλαξόπιστος — σιταγωγός — ακροκέραμο — κακοπέραση — γιακαδάκι — επιφυλακή — επισκοπεία — διατσίντο |
|||