|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινομαγειρείον? — — μικρο- — δαγκάνω — ατσαλιά — αταιτώ — συντρώγω — συνοδοιπόρος — λαμβάνω — περιδιάβασμα — κατουρλιό — πρωτοτοκεία — μαστορικά — χολή — προσοδοφόρο — αποστάθμηση — αγγειόπλυμα — δηλωμένος — πιεζόμετρο — άρριπτος — διψαλέος — συμπαρομαρτούντα — ευήθης |
|||