|
начальный, относящийся к началу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово начальный? — εναρκτικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к началу? — εναρκτικός как с (ново)греческого переводится слово εναρκτικός? — начальный, относящийся к началу — χιονοστιβάδα — πρεσβυτικός — ζευγάρισμα — θέλγω — αγαθότητα — δαφνολιά — Κρόνος — οχυρωμένος — αποκάμνω — κακόγεννη — νότισμα — οχτακοσαριά — ακουμπιστήρι — αντιεισαγγελέας — πατάτα — δαφνόδενδρο — ευγονική — ζεματάω — προσεισμικός — λογογραφικός — παρτέντζα |
|||