|
выплёвывать, отхаркивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выплёвывать? — αποφλεγματίζω как на (ново)греческом будет слово отхаркивать? — αποφλεγματίζω как с (ново)греческого переводится слово αποφλεγματίζω? — выплёвывать, отхаркивать — ανατομείο — ηδονίζομαι — εορτάζομαι — περιβόητος — μπροστάρισσα — δισυπόστατο — καρβουνιάρικο — ενδοκρινής — αντιλόπη — έκδοση — αφρικανικός — αντωνυμικός — αδερφικός — μεθερμηνεύω — υποχρεωμένος — βωμολοχία — γαλαροκοπή — μπάσο — λατίνι — ανάντη — χαντζαριά |
|||