|
το крахмал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крахмал? — άμυλο как с (ново)греческого переводится слово άμυλο? — крахмал — παρεμβαίνω — κουτσομπολεύω — φάουσα — διαζωννύω — ευκολόπιαστος — ξεθαρρεύω — δακτυλογραφία — δωδεκάχρονος — γόνος — σουμπλιμέ — βιομηχανία — αρχοντοσυμπεθερεύω — επαΐοντες — βρεγμένος — καλοκαιρεύω — μακροήμερος — μανίκα — σμήγμα — ενεχυροδανειστήριο — αεριώδης — συνυποσχετικό |
|||