|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δίπτυχο? — — ακράτητα — υπερκειμενικός — Σκανδιναυή — μπριγιαντίνη — ασύγγνωστος — λοκάουτ — αυτομολώ — γατσιάζω — μικροπαντρεμένος — συννεφόσκιαστος — εγκόλαψη — δαφνόκουκκο — αμβλύωψ — ξηγιέμαι — ισοζυγία — φιλαλήθης — αποστατικός — γομαλάστιχα — περισυνάγω — βιβλιοπωλικός — καταναλωτικός |
|||