|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σμυριδόπανο? — — βοβίζω — στραβωμάρα — κουνούπι — αξιοτίμητος — δωδεκάμισυ — μικράτα — ευκινητότητα — θρησκεύω — αλλοστράτισμα — αμαύρωση — βοσκάρης — στρίψιμο — ζωοθεϊσμός — χαρισματικός — σύνδειπνος — μίσθιος — σφίγγα — περικαρδίτιδα — ζηλοφθονώ — μακρόβιος — μεταπλαστικός |
|||