Новогреческий словарь
μανταρίζω
μανταρίζω
штопать; штуковать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штопать
? —
μανταρίζω
как на
(ново)греческом
будет слово
штуковать
? —
μανταρίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μανταρίζω
? — штопать, штуковать
#
(ново)греческий словарь
—
πυροδότηση
—
αξιοτιμώρητος
—
διαδικτυακός
—
ωροσκοπία
—
εξακρίβωση
—
τερατώδης
—
πηροχειρία
—
κλειδωμένος
—
αλίευσις
—
χειρισμός
—
αναθεμελιωτής
—
ενώνομαι
—
χαμολίβανο
—
γκροτέσκο
—
πηρός
—
εικοσάκις
—
καλορρίζικα
—
συνυπαίτιος
—
λινογραφία
—
αιματόστασις
—
ασυνάφεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω