|
η фин. паритет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паритет? — παριτέ как с (ново)греческого переводится слово παριτέ? — паритет — γνωριζάμενος — σκόρπισμα — σύννεφο — κεφάλας — φτεροπηδάω — αποβγάζω — στοματάς — γριφώδης — ορμή — περιστερεών — επίλεκτος — αρχεγονία — αριότριχος — αζέστατος — ξεψυχισμένα — ζουγκρανιά — διμήνι — σάλιασμα — παραλογάω — απορρυθμίζω — αρχειονομία |
|||