Новогреческий словарь
τρίμμα
τρίμμα
το
крошка
;
κάνω ~τα — крошить
;
===
γίνομαι ~τα — разбиваться вдребезги
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крошка
? —
τρίμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρίμμα
? — крошка
#
(ново)греческий словарь
—
οκταπύρηνος
—
στοματικός
—
παρωρεία
—
μπάσος
—
πουστιά
—
ανοικονόμητα
—
καλπιά
—
ζενιθιακός
—
λουκούλλειος
—
καραβόσκαρο
—
κώμη
—
κατειργασμένος
—
ελληνομάχος
—
βαθυπράσινος
—
παράλυτος
—
μαστοράντζα
—
ψυχοκόρη
—
φαινόμενος
—
ξαναθυμάμαι
—
ξαναγάπησαν
—
αδέλφωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω