|
το мотыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мотыга? — δικέλλι как с (ново)греческого переводится слово δικέλλι? — мотыга — εμβολο — κατευφραίνω — σατανάς — χαλικώδης — αλληλοσχέση — λοιμώδης — γκρό — αποκαθήλωση — φελλόδρυς — ανεντρόπιαστος — γουναράδικο — ιταμότητας — πλατομέτωπος — αυλακώτρα — τσιγαράς — αναστέλλουσα — μπετό — σούρω — ογδοηκοντοετής — ανακάθημαι — απριλιάτικα |
|||