Новогреческий словарь
θεοκρατικό
θεοκρατικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεοκρατικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απόγεμα
—
Μαυροβουνιώτισσα
—
μουστερίδισσα
—
βυζαντινολογία
—
ιατροδικαστής
—
μηδείς
—
ξεκουτιάρικος
—
αντιξιφισμός
—
ευπρόσιτος
—
αυτόβουλος
—
ασπατάλητος
—
αδραχτάκι
—
ξεκαπίστρωτος
—
επακολούθημα
—
νεώλκησις
—
ασχήμισμα
—
υαλώδης
—
αντίλαμπρα
—
μακρόχειρ
—
σταχτώνω
—
αποξεραίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,