|
пришедший из стран Ближнего и Среднего Востока; тот, кто живет в этих странах #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανατολίτης? — — εγκραυλίς — χειρότερο — ζαρζαβατζής — λογοκλοπώ — τέσσερα — μαγκιώρος — κατιφένιος — αγροχημεία — δοκιμασία — τυπάς — βαλίζα — καθορευουσιάνα — νερολεκές — άθλο — αρχιεροσύνη — μπεκρούλιακας — καμινετάκι — αχώ — καγκελόφραχτος — μισαλλόδοξος — μουχτερό |
|||