Новогреческий словарь
ανατολίτης
ανατολίτης
пришедший из стран Ближнего и Среднего Востока; тот, кто живет в этих странах
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατολίτης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ιδεολογία
—
γαλειά
—
κλωστοϋφαντουργίνα
—
κατοχέας
—
λευκισμός
—
ανόρεξος
—
επαναληπτικότητα
—
σκερτσόζος
—
ψεγάδιασμα
—
αποστατικός
—
τυραννάω
—
παραφέρνομαι
—
συναιτιότητα
—
καλοκαιριάζω
—
κύων
—
σκλάβα
—
παπυρολόγος
—
αγροληπτικός
—
Εσκιμώοι
—
κλωστήριο
—
ανικανοποίητο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве