|
ο уст. организатор восстания, мятежа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово организатор восстания? — δημεγέρτης как с (ново)греческого переводится слово δημεγέρτης? — организатор восстания — μαγευτικός — αλκαλικός — γκερντάνι — αποχαλινωμένος — υπαρχή — δραγομάνος — κωλομέρι — φάλαρο — τρίπτυχο — χαλικώδης — αμιλησιά — λίστα — μονοκατοικία — γρίπος — κουβερνάντα — εμφιλοχώρηση — ρατσιστικά — δωδεκαριά — απωθητικός — σκουπίδι — ανάκατος |
|||