|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμπαικτικώς? — — βιοηλεκτρισμός — γοντζές — βραχονησίδα — λαρυγγισμός — αυτοδοκιμασία — πληθωρικός — ανάτριχα — παρατήρημα — τρανεύω — ακόκκιστος — κατωσάγονο — κληρούχος — δαντελλού — ανθρακόκονη — αμηνολόγητος — εκμαυλιστικός — επιστολογραφία — Κορέα — βράζω — ερρέτω — ολόψυχα |
|||