|
η церк., фарм. облатка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облатка? — όστια как с (ново)греческого переводится слово όστια? — облатка — γαιανθρακέμπορος — σύναμα — ανεξάρτητος — γαίμα — εξακολουθητικός — ομοιοθερμία — φαμελίτης — άνηθος — υποβολείο — βραχύχρονος — ακόλουθο — χιλιόμετρο — ανοιγμένος — εγχελυς — τσατσά — λουλούδισμα — αναπαραδιά — αραχναίος — γαλατάς — επίρρωση — ελαφρολόγία |
|||