Новогреческий словарь
προνομιούχος
προνομιούχ|ος
привилегированный
;
οι ~ες τάξεις — привилегированные классы
;
αυτός είναι ~ τής ζωής — [phrase]он баловень судьбы, ему в жизни повезло[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
привилегированный
? —
προνομιούχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
προνομιούχος
? — привилегированный
#
(ново)греческий словарь
—
καρεκλάς
—
ελκωση
—
βαρύαυλος
—
ψυχικάρα
—
τροχίζω
—
ενασκώ
—
καβαλλικεύω
—
σκληροκαρδία
—
πολωτής
—
στραβολαγκάδα
—
αναφρούμασμα
—
χέζας
—
αντικατοπτρίζομαι
—
αψυχοπόνια
—
φωνιατρική
—
καυχησιολόγος
—
μουτζώνω
—
κοινοβουλευηκός
—
ερημιτικός
—
εκλαϊκεύω
—
αφερματισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве