|
привилегированный; οι ~ες τάξεις — привилегированные классы; αυτός είναι ~ τής ζωής — [phrase]он баловень судьбы, ему в жизни повезло[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привилегированный? — προνομιούχος как с (ново)греческого переводится слово προνομιούχος? — привилегированный — γώνιασμα — νυχτομάτης — ζαμπίτης — εποχή — σκαλιστός — μονοχρονής — πόρρωθεν — γαβάρα — κίνητρο — ξερομασάω — χρωματοποιία — χειρόβολο — καταγής — βαθυσκάφος — ξαπολνάω — χαμαλιάτικα — θέλγω — ολοτρόγυρα — χαλαζοβρόχι — μεγαλορρήμων — επιβάτρια |
|||