Новогреческий словарь
τρυφερός
τρυφερός
нежный; мягкий
;
===
~ή ηλικία — нежный возраст
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нежный
? —
τρυφερός
как на
(ново)греческом
будет слово
мягкий
? —
τρυφερός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρυφερός
? — нежный, мягкий
#
(ново)греческий словарь
—
φλογάτος
—
ζυμοτεχνικά
—
εμπορορραφείον
—
κοσμοπλήμμυρα
—
Ολλανδέζα
—
ψαροφαγία
—
σκιάζομαι
—
χαμόγελο
—
αέριος
—
τσιριξιά
—
γλωσσοτρώγω
—
αβανιάρης
—
δικτυωτός
—
μαγνητίτης
—
αραποσίτικος
—
πρόκειται
—
ασύσταγος
—
προγόνι
—
ανύπαρχτος
—
εκτρέφω
—
παρετυμολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,