|
священный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово священный? — ηγιασμένος как с (ново)греческого переводится слово ηγιασμένος? — священный — κράνι — ρεβιθοκεφτές — άκομψα — συνωμότης — ατεκμηρίωτος — ντέρτι — σφιγγίον — συσχετίζω — οστεωδυνικός — ξανθούλα — πεντάγραμμο — καταπλέω — ρεπό — λιγδιασμένος — Γερμανίδα — μετατάρσιο — δυσοίωνος — αναγνώνω — ζυγό — ανακαλύπτω — γοφός |
|||