|
1) зоол. класс; 2) разряд; ανήκω εις τήν ~ν... — принадлежать к разряду... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово класс? — συνομοταξία как на (ново)греческом будет слово разряд? — συνομοταξία как с (ново)греческого переводится слово συνομοταξία? — класс, разряд — μακρομάλλης — συρματένιος — εκτροπή — σέλα — λυκοφιλία — μυροπώλης — απειροπληθής — συνεφαπτομένη — τραγικοποιώ — αποζημίωση — παρεισάγω — αχυρύς — βρογχίδιο — βυσσινέα — μπανιάρομαι — καραβοτσάκισμα — ξεσκούφωμα — πλατυπόδαρος — κοτζάμπασης — εμφιλοχωρώ — αερογάμης |
|||