|
гноиться, нагнаиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гноиться? — εμπυούμαι как на (ново)греческом будет слово нагнаиваться? — εμπυούμαι как с (ново)греческого переводится слово εμπυούμαι? — гноиться, нагнаиваться — καταδύτης — ευκαιριακός — αξιοποιήσιμος — αλληλοδιάδοχος — ετερόστροφος — ξακουσμένος — κεραύνωση — γαλατόχορτο — φατσούλα — εύρεση — ιδιαίτερα — αισθητά — μεγεθύνω — αμφίκυρτος — επίπωμα — εύμουσος — αληγής — φράππα — δικόγραφο — αγνός — φκιασιδού |
|||