μεραρχιακός

формы словаβ
μεραρχιακός
дивизионный;
          ~όν πεζικόν — пехотная дивизия



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово дивизионный? — μεραρχιακός
как с (ново)греческого переводится слово μεραρχιακός? — дивизионный


αταχυδρόμητοςαποστραβώνωδεντροφύτευσηεπιμεριστικόςαυλοειδήςυποκλυσμόςμπιτόνιτσικνουδόσουπαροδόχρουςσπαραγγόσουπαμαλαματοκαπνίζωτετραξονικόςενοχλώακαταγωνίστωςκυλιούμαιλουτρολόγοςυδροτουρμπίναχώλαναγλύφωανερεύνησηκακοχωνεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit