|
ο ключник (в монастыре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ключник? — δοχειάρης как с (ново)греческого переводится слово δοχειάρης? — ключник — αναμηρυκώμαι — αγόρα — τσάτσος — εξασκώ — ραφτικά — στοιχίζω — γέρας — σαπούνισμα — ξεφτιλισμένος — εθελοκωφεύω — πορτοφολάς — μαχητικο — μενουέττο — αδιάστροφος — ψηφολέκτης — πτυχίο — μικροφωτογραφία — γεμίδι — ευρώς — απλειστηρίαστος — αρωγός |
|||