|
ο 1) работник типографии; 2) наборщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работник типографии? — τυπογράφος как на (ново)греческом будет слово наборщик? — τυπογράφος как с (ново)греческого переводится слово τυπογράφος? — работник типографии, наборщик — γυμνοσπέρματος — ευθυβολία — ρονιά — αποτράχυνση — αποσκάφτω — υπομισθώτρια — αποχώριση — διβουλία — συμμαζώνομαι — νεκροφύλακας — συγκριτικά — χρεωλυσία — πετεινός — όλως — προσηλυτίζω — οδοντοβόθριον — ομοιογενής — κατασκοτώνω — διαχασματικός — επίθημα — θάμπωμα |
|||