|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψηλαφιστός? — — φαρδύς — εντεροπληγία — νερομπούλι — εξουθένημο — κυλιούμαι — επιορκώ — αξυλοκόπητος — αγαλλίαση — απρόσωπος — ράτσα — δυσκοίλιος — ψηλοκρεμαστός — μελάγχρους — πατέντα — ρίνη — τελώνιο — βελονάδικο — θέσμια — ναστόδερμα — φτηνιάρικος — ανηλικότητα |
|||