Новогреческий словарь
προσκήνιο
προσκήνιο
το
авансцена
;
βγαίνω (или εμφανίζομαι, προβάλλω) στό ~ — прям., перен. выходить на авансцену
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
авансцена
? —
προσκήνιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσκήνιο
? — авансцена
#
(ново)греческий словарь
—
εφησυχασμός
—
χαρακτικός
—
λαθροϋλοτομία
—
καυλί
—
γεναριάτικα
—
σπεκουλάντικος
—
εκτετμημένος
—
στραγγουλίζω
—
επιμνημόσυνος
—
λεπτοτέχνημα
—
ξυπόλητος
—
θυρεός
—
βυζασταρούδι
—
χαρτοσήμανση
—
αποπληρωμή
—
νεκρικός
—
ακρογιάλι
—
απολυτρωτισμός
—
αεροδρομικός
—
ξεσπιτίζω
—
βούλιθο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве