Новогреческий словарь
κρουνηδόν
κρουνηδόν
струёй, ручьём
;
έβρεχε ~ — [phrase]шёл проливной дождь[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
струёй
? —
κρουνηδόν
как на
(ново)греческом
будет слово
ручьём
? —
κρουνηδόν
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρουνηδόν
? — струёй, ручьём
#
(ново)греческий словарь
—
τελματώνομαι
—
απαγωγή
—
ναυκληρία
—
ελεφαντομαχία
—
πίεστρο
—
πρόγραμμα
—
βασιλεύω
—
παλιοπούστης
—
ενδοβένθος
—
ναφθαλίνιο
—
Κρυπτεία
—
καλομιλώ
—
φωτογραμμετρία
—
σεναριογραφία
—
εξεταστέος
—
γυφτολάσι
—
μηχανουργικός
—
χυμώδης
—
χελώνιον
—
προσγειώνομαι
—
ομόψυχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве