|
четырёхэтажный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово четырёхэтажный? — τετραώροφος как с (ново)греческого переводится слово τετραώροφος? — четырёхэтажный — φτυάρι — ελαφροπιάνω — φυσιοκρατικός — πολύχρονος — κατάστημα — σπάθα — ιστολόγος — πικάρομαι — συμβιβάζω — επονομασία — λιγάκι — γύρωθεν — άρθηκας — δυσηχαγωγός — εναυσματοσωλήνας — κασόνι — οριζοντιώνω — επίδραση — σκοτεινός — αποκαρδίωση — ισορροπημένος |
|||