|
окунать, погружать (в жидкость) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окунать? — εμβαπτίζω как на (ново)греческом будет слово погружать? — εμβαπτίζω как с (ново)греческого переводится слово εμβαπτίζω? — окунать, погружать — μάργωμα — αναμάσηση — αεριοδοχείο — παγκρεατίτιδα — διατηρήσιμος — κάνε — αρεσκειά — αξία — αγρότης — εξεπίτηδες — λεβέ — αλευθέρωτος — σώγαμπρος — απροθυμοποίητος — μαρμάρινος — αφερματισμός — οπίσθιος — ανεπιφύλακτος — κουτσονούρης — αρχοντοπιάνομαι — τέρπομαι |
|||