|
η вдохновительница, инспиратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдохновительница? — εμπνεύστρια как на (ново)греческом будет слово инспиратор? — εμπνεύστρια как с (ново)греческого переводится слово εμπνεύστρια? — вдохновительница, инспиратор — πολυθεσία — βαθύφωνο — χιονολισθητήρας — δασυγένειος — στοχαζούμενος — χελωνιάρης — ευκίνητο — κοιλοπονάω — ακτινογραφώ — κλειδαριά — σβελτοσύνη — θύλαξ — παπαρδέλας — δεματίζω — ταγγισμένος — ανταπαιτώ — κάτου — μονόξυλος — δέκα — αδιαμέριστος — ερημικά |
|||