|
το мягкий, ковкий, тягучий (о металле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мягкий? — έλατο как на (ново)греческом будет слово ковкий? — έλατο как на (ново)греческом будет слово тягучий? — έλατο как с (ново)греческого переводится слово έλατο? — мягкий, ковкий, тягучий — απεροντωσύνη — ελαφρός — αμελής — βελονάδικο — ανύπαντρος — ηλεκτρόνιο — αποποινικοποιούμαι — καμπανάκι — ενόργανος — ψυχροβαφής — ανταπαίτηση — αλλοτριοφαγικός — ιωνικός — τετράγλωσσος — εγωιστικά — κρεατικός — αντιμετώπιση — βοηθημένος — ημικυκλικός — αιθέρας — χρυσοκέντημα |
|||