Новогреческий словарь
ομολογιούχος
ομολογιούχ|ος
являющийся держателем облигаций
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
являющийся держателем облигаций
? —
ομολογιούχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομολογιούχος
? — являющийся держателем облигаций
#
(ново)греческий словарь
—
οργανώσιμος
—
βωλαράκι
—
λουτρώνας
—
ηλεκτρίσιμος
—
ένδοθεν
—
γκιοτεύω
—
καταναλωμένος
—
μεσόβαθρο
—
παπάρας
—
ξημερώνω
—
γλαυκομμάτα
—
τραχωματικός
—
αμπελώδης
—
πικρόγελο
—
ξαντικός
—
λεβεντομάννα
—
φιλδισένιος
—
άδαμαντοπωλειο
—
πρόστιμο
—
ποδαράκι
—
ελιγκας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω