|
являющийся держателем облигаций #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово являющийся держателем облигаций? — ομολογιούχος как с (ново)греческого переводится слово ομολογιούχος? — являющийся держателем облигаций — ερυθρώ — φασιστικά — αναισθητικό — καλαμοπόδαρος — αντίθρησκος — ονομασία — γιγαντούμαι — γνώρισμα — ακριδοφάγος — πρόστιμο — χρεοκοπώ — θρήσκος — βουδούρης — ακλωστος — απόσχαση — πολυτίμως — μακαρονάς — ειλικρίνεια — μεταχειρισμός — παρήλιξ — ανασασμός |
|||