|
το лоб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лоб? — κούτελο как с (ново)греческого переводится слово κούτελο? — лоб — δροσεράδα — βρογχικά — ανθοδέτης — κάπελας — ξεροβόρι — δίφθογγος — γνωμάτευμα — ατημέλητος — προαποφαίνομαι — ασυμψήφιστος — γύφτος — κουίντέττο — αυτοαναφλέγομαι — αγάπη — οινώδης — βόρακας — ακανθηρός — θεόψηλος — κέρατο — αμετάστρεπτος — βώλαξ |
|||