|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναλογιστικά? — — βουλευτηλίκι — αϊτοφτέρουγος — χιονοθλασία — ανομοιόσχημος — αναδιορίζω — αναψυκτήρας — γαμπιέρης — ποταμοφυής — ρόβη — μυταρόγκας — γυψωρυχείο — σάλιο — φλουδερός — διαπράττομαι — απάλιωτος — αναστολή — γιαλελί — ενέδρα — αποτσακίζω — εσωτερικό — φτύσιμο |
|||