|
το бензоплуг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бензоплуг? — βενζινάροτρον как с (ново)греческого переводится слово βενζινάροτρον? — бензоплуг — μεσόπορτα — δωρίζω — αμπελόβιος — τυχόν — κολνάω — αλατοπιπερωμένος — ανεξευμένιστος — αφοπλιστικά — άρραβος — αποσάριδο — τερπνότητα — αμισθοδότητος — μαυρίζω — γαζής — επιχωριάζων — ξηλώνω — ανακλητικός — καθαρισμός — καφεκοπτείο — φροντίζω — λάρα |
|||