|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεψαρωμένος? — — Κρητικός — γαλλικά — αλληλοδιαψεύδομαι — τσιρλίζομαι — φαβορίτα — γρύλλισμα — συσπαστικός — εσωτερικό — πάλλευκος — ευοίωνος — ψαλτήρι — αλκαλιμέταλλο — γωνιακός — αιθύλιο — γεωργία — ενδυνάμωση — βαθύχρους — αγροφυλακή — βήλα — χρειάζομαι — ταυρομαχία |
|||