|
το уст. бюст (скульптурный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бюст? — στηθάρι как с (ново)греческого переводится слово στηθάρι? — бюст — κασσιτερώνω — σαβουρογάμης — αμοιβαδοκτόνο — καινοτομία — ναυκληρία — πυρορραγής — τζαμαρία — αποσβεστικός — χηνίσιος — φλεβοτόμον — σοκολατένιος — ευκολοσήκωτος — κρυστάλλων — χοιροτροφείο — δαδιάζω — αρχέτυπος — άραχλος — ελαιοπαραγωγός — ραμφίζω — χαμήλωμα — μακροπρόθεσμος |
|||