|
(αόρ. αναστέναξα) 1) вздыхать; 2) стонать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вздыхать? — αναστενάζω как на (ново)греческом будет слово стонать? — αναστενάζω как с (ново)греческого переводится слово αναστενάζω? — вздыхать, стонать — αποθηλάζω — μάξις — ανατοκίζω — φωτογραφείο — ανοιχτά — ερυθροκύτωσις — αεροφωτογράφηση — σκουφάτος — τριγυρισμένος — κλειστοφοβία — αχάρητος — αδιακόσμητος — ασπροφορεμένος — ανασείω — ελίχρυσον — σουρεαλίστρια — γυαλώνω — ενδώσμωσις — ασκόλαστος — γεροντολεύτερη — ολισθητήρας |
|||