|
η аншлаг; τό θέατρο μέ τό έργο αυτό κάνει ~ες — [phrase]этот спектакль в театре идёт с аншлагом[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аншлаг? — πιένα как с (ново)греческого переводится слово πιένα? — аншлаг — μελισσοτροφείο — βαλαλάϊκα — πρόθυρα — αποβροχάρης — υαλόφραγμα — εντάμωση — καθοδηγητής — αγριεμός — φρεναπάτη — εκχυδαΐζω — πόρνη — ιδιόχρους — ογκόλιθος — τσαουλιά — ξαναδοκιμάζω — διαιτώμαι — πρυμίζω — αραβοϊσραηλινός — ανεμικό — καπιτάλι — κριτικάρω |
|||