|
η 1) биол. наследственность; 2) наследование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наследственность? — κληρονομικότητα как на (ново)греческом будет слово наследование? — κληρονομικότητα как с (ново)греческого переводится слово κληρονομικότητα? — наследственность, наследование — εχθρικός — λάμπος — ελελίφασκος — αγκωνή — εμπειρισμός — ζέβομαι — λιάρδα — διαπνέομαι — προικοδοσία — δεσποτάτον — σχοινοβάτισσα — κυτοβλάστη — αριθμοθετώ — αυτοτραυματισμός — κισσόφυλλο — κοίμηση — υποεπιτροπή — επανάψυξη — υπόγειος — ριζοβόληση — αδιάστατος |
|||